- Βαλκανικοί πόλεμοι
- Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912-13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας.
Α’ Β.π. Ο Α’ Β.π. ήταν συνέχεια των αγώνων των λαών της Βαλκανικής χερσονήσου εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων άρχισαν να εφαρμόζουν σχέδια εκτουρκισμού όλων των υποδούλων. Ο πόλεμος κηρύχτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1912 χωρίς κοινό συμμαχικό σχέδιο· κάθε κράτος ενήργησε στην περιοχή των συνόρων του με την Τουρκία. Ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού εξόρμησε στις 5 Οκτωβρίου από τη Θεσσαλία και κατέλαβε την τοποθεσία του Σαρανταπόρου και τα Σέρβια και ακολούθησαν η κατάληψη της Κοζάνης, των Γρεβενών και της Σιάτιστας (12 Οκτωβρίου) και της Έδεσσας (18 Οκτωβρίου), η σκληρή διήμερη μάχη των Γιαννιτσών (20-21 Οκτωβρίου) και η περικύκλωση και παράδοση άνευ όρων της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα επιδίωξαν να καταλάβουν την πόλη οι Βούλγαροι, αλλά εμποδίστηκαν από τους Έλληνες· μπήκαν όμως στη Θεσσαλονίκη, με δόλιο τρόπο, 15.000 άντρες του βουλγαρικού στρατού και ένα τμήμα του παρέμεινε έως τον Β’ Β.π. Ο ελληνικός στρατός προχώρησε ύστερα στη δυτική Μακεδονία, όπου κατέλαβε την Άρνισσα (5 Νοεμβρίου), τη Φλώρινα (7 Νοεμβρίου), την Καστοριά (14 Νοεμβρίου) και την Κορυτσά (6 Δεκεμβρίου). Στην Ήπειρο,οι μικρές ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστερα από σκληρούς αγώνες, τη Φιλιππιάδα (12 Οκτωβρίου), τη Νικόπολη (20 Οκτωβρίου), την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου) και έφτασαν μπροστά στην οχυρωμένη τοποθεσία του Μπιζανίου, η οποία έφρασσε κάθε κατεύθυνση προς τα Ιωάννινα. Η κατάσταση έμεινε αμετάβλητη έως τον Φεβρουάριο του 1913, οπότε οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύθηκαν και πέτυχαν την ιστορική τους νίκη στο Μπιζάνι (18-19 Φεβρουαρίου), που οδήγησε στην άλωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου), στην παράδοση 33.000 αξιωματικών και οπλιτών και 120 πυροβόλων των Τούρκων και στη νικηφόρο προέλαση των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο, όπου κατέλαβαν το Λεσκοβίκι (23 Φεβρουαρίου), το Καλπάκι (24 Φεβρουαρίου), την Πρεμετή (27 Φεβρουαρίου), τα στενά Κλεισούρας, το Δέλφινο και το Αργυρόκαστρο (3 Μαρτίου), το Τεπελένι (6 Μαρτίου) και σταμάτησαν στην Αυλώνα ύστερα από αξίωση της Ιταλίας. Οι Σέρβοι, μετά τη νίκη τους στη μάχη του Κουμάνοβο (10-11 Οκτωβρίου), κατέλαβαν χωρίς αγώνα τα Σκόπια (13 Οκτωβρίου), την περιοχή Περλεπέ (μάχες 20-23 Οκτωβρίου) και το Μοναστήρι (5 Νοεμβρίου), απ’ όπου οι περισσότεροι Τούρκοι διέφυγαν προς τα Ιωάννινα (8.000) και την Κορυτσά (10.000). Ταυτόχρονα, κατέλαβαν την Αλβανία και βοήθησαν τους Μαυροβούνιους στις επιχειρήσεις τους στην περιοχή Νόβι Παζάρ και στην αξιοσημείωτη πολιορκία και άλωση της πόλης Σκόδρα (25 Ιανουαρίου-9 Απριλίου 1913), η οποία τελικά παραδόθηκε σε διεθνές στρατιωτικό τμήμα (23 Απριλίου). Οι Βούλγαροι, έως τις 15 Οκτωβρίου, απέκοψαν την Αδριανούπολη από την Κωνσταντινούπολη και, αφού νίκησαν τους Τούρκους στις μάχες των 40 Εκκλησιών (9-10 Οκτωβρίου) και του Λουλέ Βουργάς-Βουρνέ Χισάρ (15-20 Οκτωβρίου), έφτασαν προ της οχυρής τοποθεσίας της Τσατάλτζας, δυτικά της Κωνσταντινούπολης, την οποία, παρά τις προσπάθειές τους (4-8 Νοεμβρίου), δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν. Ακολούθησε η ξεχωριστή ανακωχή (20 Νοεμβρίου) έως τις 21 Ιανουαρίου 1913, οπότε ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες, που διήρκεσαν χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι τη μονομερή βουλγαρο-τουρκική ανακωχή (31 Μαρτίου). Η άλωση της Αδριανούπολης πραγματοποιήθηκε στις 13 Μαρτίου, με τη βοήθεια όμως και 60.000 Σέρβων. Στη Δυτική Θράκη, οι επιχειρήσεις απέβλεπαν στην εξασφάλιση των πλευρών των αντιπάλων, ενώ στη Μακεδονία η βουλγαρική ενέργεια κατά της Θεσσαλονίκης δεν εξυπηρετούσε κανέναν συμμαχικό σκοπό. Αποφασιστική για την ήττα της Τουρκίας ήταν η συμβολή του ελληνικού στόλου, του μοναδικού των συμμάχων, ο οποίος –παρά την κατωτερότητα του υλικού– κυριάρχησε στο Αιγαίο και στο Ιόνιο πέλαγος και απέκλεισε τον τουρκικό στα στενά των Δαρδανελίων καθώς και στα παράλια της Μικράς Ασίας, ώστε να μην είναι δυνατή η από τη θάλασσα ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων σε όλα τα μέτωπα στη Βαλκανική, προστάτευσε τις θαλάσσιες μεταφορές, ζωτικότατες την εποχή εκείνη για τις μετακινήσεις και τον εφοδιασμό στρατευμάτων, και συνέβαλε πρωταρχικά στην απελευθέρωση όλων των υπόδουλων νησιών του Αιγαίου, τα οποία, εκτός από τη Λέσβο (7 Νοεμβρίου) και τη Χίο (20 Δεκεμβρίου), καταλήφθηκαν χωρίς αγώνα. Δύο φορές που τα τουρκικά πολεμικά επεχείρησαν να εξέλθουν στο Αιγαίο, απέτυχαν και καταδιώχτηκαν έως τα Στενά (ναυμαχίες της Έλλης στις 13 Δεκεμβρίου και της Λήμνου στις 5 Ιανουαρίου). Η συνθήκη ειρήνης του Α’ Β.π. ανάμεσα στους εμπολέμους, υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 17 Μαΐου 1913.
Β’ Β.π. Ο δεύτερος Β.π. άρχισε ακήρυχτος τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Ιουνίου 1913 με την ξαφνική επίθεση των Βουλγάρων εναντίον των πρώην συμμάχων τους (Ελλήνων και Σέρβων) στην περιοχή Παγγαίου, Γευγελής και Ιστίπ. Οι αξιώσεις των Βουλγάρων σε εδάφη που κατέλαβαν οι Έλληνες και οι Σέρβοι είχαν ήδη οδηγήσει στην υπογραφή αμυντικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας (19 Μαΐου 1913). Η ελληνική αντίδραση ήταν άμεση. Μέσα στη νύχτα της 17ης προς τη 18η Ιουνίου τα ελληνικά στρατεύματα εκκαθάρισαν τη Θεσσαλονίκη από την εκεί βουλγαρική δύναμη (1.300 άντρες) και από το πρωί της 19ης ανέλαβαν γενική επίθεση, με αποτέλεσμα τις ιστορικές νίκες στις αιματηρές μάχες Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου) και Καλίνοβου-Δοϊράνης (19-22 Ιουνίου). Επακολούθησαν η κατάληψη του Μπέλες (25 Ιουνίου), οι νικηφόρες μάχες της Στρωμνίτσας και του Σιδηροκάστρου (26-27 Ιουνίου), η κατάληψη των Σερρών (27 Ιουνίου), της Δράμας (1 Ιουλίου), του Κάτω Νευροκοπίου (4 Ιουλίου), των στενών της Κρέσνας (10 Ιουλίου), η ταυτόχρονη προέλαση από το Κάτω Νευροκόπι στη Μαχομία και από τη Στρώμνιτσα στο Πέτσοβο και, τέλος, οι σκληρές μάχες Σιμιτλή, Τζουμαγιάς και Πετσόβου (12-18 Ιουλίου), όπου ο ελληνικός στρατός, λόγω αδρανείας των Σέρβων, αντιμετώπισε τον όγκο του βουλγαρικού. Συγχρόνως καταλήφθηκαν από τον ελληνικό στόλο η Καβάλα (27 Ιουνίου) και η Αλεξανδρούπολη (12 Ιουλίου) και από στρατεύματα η Ξάνθη (12 Ιουλίου) και η Κομοτηνή (16 Ιουλίου). Η ανακωχή (18 Ιουλίου) βρήκε τους Έλληνες 4 χλμ. νότια της Τζουμαγιάς και στη Μαχομία, και τους Βουλγάρους στο ορεινό συγκρότημα της Ρίλα. Οι Σέρβοι, μετά τον βουλγαρικό αιφνιδιασμό, επιτέθηκαν αποφασιστικά και νίκησαν τους Βουλγάρους στη μάχη του Μπρεγκανλίτσα (17-26 Ιουνίου). Από κακή όμως εκτίμηση, ή και για άλλους λόγους, έστρεψαν πολλές δυνάμεις τους στα Β και διέκοψαν την επαφή με τις ελληνικές, χωρίς να συνεχίσουν την ενέργειά τους προς τη Σόφια, από την οποία απείχαν μόνο 80 χλμ. Αυτό επέτρεψε στους Βουλγάρους να ανασυνταχθούν και να ενισχύσουν το προς τους Έλληνες μέτωπό τους, ενώ οι Σέρβοι σημείωσαν μικρή πρόοδο. Από τον πόλεμο αυτό επωφελήθηκαν η Ρουμανία και η Τουρκία, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, χωρίς καμιά προσυνεννόηση με τους συμμάχους, στις 27 και 29 Ιουνίου, αντίστοιχα. Οι Ρουμάνοι κατέλαβαν τη Δοβρουτσά και μεγάλο τμήμα του βουλγαρικού εδάφους, ώστε να βρεθούν την ημέρα της ανακωχής 30 χλμ. από τη Σόφια. Οι Τούρκοι, με γρήγορη προέλαση, απώθησαν τους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη και στις 9 Ιουλίου κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Ο Β’ Β.π. έληξε με τη συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Στρατιώτες στο Μακεδονικό μέτωπο του Βαλκανικού πολέμου.
Η είσοδος του ελληνικού στρατού στα Ιωάννινα (21 Φεβρουαρίου του 1913), κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού πολέμου.
Ο ελληνικός στόλος επιστρέφει στο Φάληρο, όπως απαθανατίστηκε σε φωτογραφία της εποχής.
Πίνακας του ζωγράφου Α. Σ. Ποπόβ, που εικονίζει σκηνή από μάχη μεταξύ Βουλγάρων και Τούρκων, η οποία έγινε στο βουνό Σίπκα το 1877.
Οι επιτυχίες των ελληνικών στρατευμάτων στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο συνέβαλαν στην επέκταση του νέου ελληνικού κράτους (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Αφίσα της εποχής του Α’ Βαλκανικού πολέμου με τους πρωταγωνιστές της βαλκανικής συμμαχίας (φωτ. από εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.